παραλείψω

παραλείψω
παρᾱλείψω , παραλείφω
bedaub with ointment
aor ind mid 2nd sg (doric aeolic)
παραλείφω
bedaub with ointment
aor subj act 1st sg
παραλείφω
bedaub with ointment
fut ind act 1st sg
παραλείφω
bedaub with ointment
aor ind mid 2nd sg (homeric ionic)
παραλείπω
leave on one side
fut ind act 1st sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • επαλλάσσω — (Α ἐπαλλάσσω και αττ. τ. ἐπαλλάττω) αλλάζω αμοιβαία ή διαδοχικά τη θέση προσώπων ή πραγμάτων νεοελλ. (λογ.) «επαλλάσσουσες έννοιες» οι έννοιες που περιέχονται στο πλάτος τής ίδιας έννοιας, αλλά διαφέρουν μεταξύ τους στο πλάτος και στο βάθος, οι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”